DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
rijping f
agric. παλαίωση; ωρίμανση; ωρίμανση ή παλαίωση
agric., industr. βραδεία ζύμωση
industr. ωρίμαση
life.sc., industr., construct. χαλάρωσις
rijpingstijd f
agric. ωρίμανση; ωρίμαση
rijping
: 10 phrases in 5 subjects
Agriculture4
Industry1
Medical3
Natural sciences1
Social science1