| |||
καλάμι | |||
δονούμενο γλωσσίδιο | |||
ραβδόγλυφα; ετήσιοι δακτύλιοι (κορμού δέντρου); καλαμιώνας; ραβδόγλυφα/ετήσιοι δακτύλιοι κορμού δέντρου/καλαμιώνας; ραβδόγλυφα/ετήσιοι δακτύλιοι κορμού δέντρου/καλαμιώνας | |||
δόντι | |||
χτένι αργαλειού ύφανσης | |||
| |||
διάβρεξη λίνου; διαβροχή κάναβης; ύγρανση κανάβεως; ύγρανση λίνου | |||
μούσκεμα; μουσκεύω |
riet : 15 phrases in 4 subjects |
Agriculture | 3 |
Industry | 10 |
Information technology | 1 |
Statistics | 1 |