DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
reservoir n
construct. τεχνητή λίμνη
environ. ταμιευτήρας
mech.eng. δεξαμενή υδραυλικού υγρού
transp. δεξαμενή
waterreservoir n
environ. ταμιευτήρας υδάτων/δεξαμενή (περισυλλογής); ταμιευτήρας υδάτων/δεξαμενή περισυλλογής
reservoir
: 73 phrases in 16 subjects
Agriculture13
Chemistry2
Construction9
Earth sciences10
Economy2
Electronics2
Energy industry1
Environment6
Finances1
General1
Life sciences5
Materials science5
Mechanic engineering7
Medical2
Technology1
Transport6