rente | |
account. | επιτόκιο |
econ. | τόκος; λαμβανόμενοι τόκοι |
fin. | ομόλογα τοκοφόρα άνευ λήξεως; ομολογία άνευ τακτής λήψεως; πάγιο δάνειο; τόκος κεφαλαίου |
opbrengen | |
chem. met. | επαλείφω |
opdragen | |
mech.eng. | αναβράζω |
| |||
ομόλογα τοκοφόρα άνευ λήξεως; ομολογία άνευ τακτής λήψεως | |||
| |||
επιτόκιο | |||
τόκος; λαμβανόμενοι τόκοι | |||
πάγιο δάνειο; τόκος κεφαλαίου | |||
| |||
τοκοφόρο |
rente op deze : 2 phrases in 1 subject |
Finances | 2 |