DictionaryForumContacts

   Dutch Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
rente f
fin. ομόλογα τοκοφόρα άνευ λήξεως; ομολογία άνευ τακτής λήψεως
rente v
account. επιτόκιο
econ. τόκος; λαμβανόμενοι τόκοι
fin. πάγιο δάνειο; τόκος κεφαλαίου
rentegevend v
fin. τοκοφόρο
rente op deze
: 2 phrases in 1 subject
Finances2