DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
rente f
fin. ομόλογα τοκοφόρα άνευ λήξεως; ομολογία άνευ τακτής λήψεως
rente v
account. επιτόκιο
econ. τόκος; λαμβανόμενοι τόκοι
fin. πάγιο δάνειο; τόκος κεφαλαίου
rentegevend v
fin. τοκοφόρο
rente
: 170 phrases in 11 subjects
Accounting1
Business2
Economy16
Finances97
General2
Insurance35
Labor law5
Law5
Security systems5
Sociology1
Taxes1