DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
remstof f
agric., chem. ανασχαιτικό της αύξησης; αυξοανασταλτικό
chem. ανασταλτικός παράγοντας; αναστολέας παρεμποδιστής
med. ανασταλτική ουσία; βακτηριοστάτης; ανασταλτίνες
nucl.phys. επιβραδυντής
remstof
: 2 phrases in 1 subject
Medical2