DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
rekgrens adj.
mater.sc., met. τάση ροής; ονομαστικό όριο ροής
met. όριο ελαστικότητας
tech., met. όριο μόνιμης επιμήκυνσης
rekgrens
: 3 phrases in 1 subject
Metallurgy3