DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
reactorvat n
energ.ind., nucl.phys. δοχείο του αντιδραστήρα
nucl.pow. δοχείο πιέσεως του πυρήνα αντιδραστήρα; δοχείο αντιδραστήρα; δοχείο πιέσεως; δοχείο πιέσεως αντιδραστήρα
mobielreactorvat n
environ. αναγέννηση εδάφους; εξυγίανση
reactorvat
: 1 phrase in 1 subject
Natural sciences1