DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
ratel v
agric. κατοχέας; αναστολέας; επίσχεστρο; καστάνιακν.
cultur. ροκάνα
ratelen v
met., mech.eng. αυτοδιεγειρόμενες ταλαντώσεις