DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
rapen v
agric. συλλογή των καρπών; μάζεμα των καρπών
agric., construct. συλλέγω; συλλογή
raap v
agric. φαγώσιμα γογγύλια; γογγύλι; ρέβα
environ. ελαιοκράμβη
food.ind. σουηδικά γογγύλια (Brassica napobrassica); κραμβογογγύλια (Brassica napobrassica)
life.sc., agric. ελαιοφόρος ράπυς (Brassica rapa L. subsp. oleifera); ραίβα (Brassica rapa L. subsp. oleifera)
raapzaad v
environ. ελαιοκράμβη
rapen
: 4 phrases in 2 subjects
Agriculture1
Medical3