puntstuk | |
met. | φορέας συνένωσης ή διασταύρωσης σιδηροτροχιών |
transp. | άκρο νησίδας |
transp. industr. construct. | υπερυψωμένο κατώφλι; στοιχείο τερματισμού διαδρομής θυροφράγματος |
mede | |
food.ind. | υδρόμελι |
puntstuk compleet met : 1 phrase in 1 subject |
Transport | 1 |