DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
puin n
coal. σωρός κατακερματισμένων βράχων
earth.sc., geophys. σωρός χωμάτων; κολλουβιακές αποθέσεις
transp. μπάζα
transp., construct. θραύσματα πλίνθων
puin
: 2 phrases in 2 subjects
Industry1
Insurance1