DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
proefbedrijf n
nat.sc., agric. πειραματική αμπελοκαλλιέργεια
transp. δοκιμή λειτουργίας με επιβάτες
transp., mater.sc. προσπάθεια να θέσω σε λειτουργία