DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
primeur f
cultur., commun. παραγωγή
industr. πρώιμο οπωροκηπευτικό; πρώιμο προιόν
primeurs f
agric. πρώιμα γεώμηλα
nat.sc., agric. πρώιμα φρούτα
primeur
: 1 phrase in 1 subject
Agriculture1