DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
prestatievermogen adj.
commun., IT, energ.ind. απόδοση
el. επίδοση; επίδειξη
IT χωρητικότητα
lab.law., mech.eng. ικανότητα σε απόδοση εργασίας; παραγωγικότητα εργασίας
prestatievermogen
: 4 phrases in 2 subjects
Government, administration and public services1
Information technology3