DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
prestatieonderzoek n
anim.husb. έλεγχος ικανοτήτων; αναγνώριση; ατομικός έλεγχος; δοκιμή επιδόσεων
mech.eng., el. δοκιμές επίδοσης; δοκιμές απόδοσης