DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
pressostaat n
el. πιεσοστάτης
mech.eng. διακόπτης πίεσης; πρεσσοστάτης; ρυθμιστής πίεσης; ελεγκτής πίεσης
mech.eng., el. πιεζοστατικός διακόπτης; πιεζοστάτης