DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
premie f
environ. αμοιβή; βραβείο; πριμ
fin. πριμοδότηση; τιμή του δικαιώματος προαίρεσης; τίμημα του δικαιώματος προαίρεσης
insur. ασφάλιστρο
lab.law. πρίμ
sec.sys., lab.law. κοινωνική ασφαλιστική εισφορά; ασφαλιστική εισφορά; εισφορά κοινωνικής ασφάλισης
tax., social.sc., lab.law. συνδρομή; εισφορά
premies f
fin. πριμοδοτήσεις
stat., lab.law. επιδόματα
premies netto f
account. καθαρά ασφάλιστρα
premie
: 183 phrases in 15 subjects
Accounting17
Agriculture35
Communications1
Economy10
Finances33
General12
Government, administration and public services1
Insurance54
Labor law4
Politics1
Research and development1
Security systems3
Social science8
Statistics1
Taxes2