Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
Bulgarian
Czech
Danish
English
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Latvian
Maltese
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Slovene
Spanish
Swedish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
noun
|
verb
|
to phrases
pool
m
law
pool
pool
v
commun.
πόλος
;
πόλος συνδέσμου
el.
ακροδέκτης συσσωρευτή
industr., construct.
πέλος
law
ένωση βιομηχάνων
;
καρτέλ ποσόστωσης της παραγωγής
;
κοινοπρακτικές ρυθμίσεις
;
κοινοπραξία
;
ρυθμίσεις για δημιουργία κοινού ταμείου
;
συνασπισμός
;
συντεχνία
;
τραστ επιχειρηματιών
;
όμιλος
;
σύμπραξη
mech.eng.
σημείο κυλίσεως
mech.eng., el.
πυρήνας πόλου
textile
βελούδο
transp.
κεντρική ζώνη
;
κεντρικός πυρήνας
;
κεντροειδές
;
κοινοπραξία επιβατών
poolen
v
gen.
συγκέντρωση των πόρων
;
συνένωση των πόρων
pool
:
50 phrases
in 12 subjects
Communications
1
Earth sciences
1
Electronics
5
Finances
11
General
2
Industry
2
Mechanic engineering
2
Medical
4
Microsoft
1
Natural sciences
1
Technology
8
Transport
12
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips