DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
pool m
law pool
pool v
commun. πόλος; πόλος συνδέσμου
el. ακροδέκτης συσσωρευτή
industr., construct. πέλος
law ένωση βιομηχάνων; καρτέλ ποσόστωσης της παραγωγής; κοινοπρακτικές ρυθμίσεις; κοινοπραξία; ρυθμίσεις για δημιουργία κοινού ταμείου; συνασπισμός; συντεχνία; τραστ επιχειρηματιών; όμιλος; σύμπραξη
mech.eng. σημείο κυλίσεως
mech.eng., el. πυρήνας πόλου
textile βελούδο
transp. κεντρική ζώνη; κεντρικός πυρήνας; κεντροειδές; κοινοπραξία επιβατών
poolen v
gen. συγκέντρωση των πόρων; συνένωση των πόρων
pool
: 50 phrases in 12 subjects
Communications1
Earth sciences1
Electronics5
Finances11
General2
Industry2
Mechanic engineering2
Medical4
Microsoft1
Natural sciences1
Technology8
Transport12