DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
ponser adj.
IT συσκευή διατρήσεως μέσω πλήκτρων; διατρητική συσκευή; διατρητική μηχανή
ponsen adj.
chem. αποκοπή
mech.eng. διάνοιξη οπών με στιγέα; τρύπημα με ζουμπά
met. εξωτερική διάτμηση; εσωτερική διάτμηση
met., mech.eng. διατρυπώ; στίξη
ponser
: 11 phrases in 5 subjects
Chemistry2
Information technology2
Mechanic engineering5
Metallurgy1
Technology1