DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
pont v
transp., nautic. φέριμποτ; φέρρυ-μπότ
ponsen adj.
chem. αποκοπή
mech.eng. διάνοιξη οπών με στιγέα; τρύπημα με ζουμπά
met. εξωτερική διάτμηση; εσωτερική διάτμηση
met., mech.eng. διατρυπώ; στίξη
ponser adj.
IT συσκευή διατρήσεως μέσω πλήκτρων; διατρητική συσκευή; διατρητική μηχανή
ponsen
: 17 phrases in 8 subjects
Chemistry2
Food industry1
Information technology2
Mechanic engineering5
Metallurgy1
Technology1
Textile industry1
Transport4