DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
pons m
industr., construct. πόντα; εργαλείο πονταρίσματος
IT διατρητική μηχανή; διατρητική συσκευή
med., life.sc. γέφυρα
met., mech.eng. εργαλείο διατμητικής διάτρησης
ponsen adj.
chem. αποκοπή
mech.eng. διάνοιξη οπών με στιγέα; τρύπημα με ζουμπά
met. εξωτερική διάτμηση; εσωτερική διάτμηση
met., mech.eng. διατρυπώ; στίξη
ponser adj.
IT συσκευή διατρήσεως μέσω πλήκτρων; διατρητική συσκευή; διατρητική μηχανή
pons
: 18 phrases in 6 subjects
Chemistry2
Information technology2
Mechanic engineering5
Medical3
Metallurgy5
Technology1