DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
pomp f
econ. αντλία
IT προβοσκίδα
mech.eng. αντλία αέρα για το φούσκωμα των ελαστικών
social.sc. γκανάκι
transp. αντλία τροφοδότησης με καύσιμη ύλη; αντλία έγχυσης
pomper adj.
lab.law. χειριστής σταθμού αντλιών
pomp
: 145 phrases in 14 subjects
Agriculture15
Chemistry2
Earth sciences54
Electronics1
Environment2
Food industry1
Health care3
Industry3
Materials science3
Mechanic engineering38
Medical2
Physical sciences1
Technology3
Transport17