DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
polijsten v
agric. στιλβώνω
chem., met. λείανση με δίσκο
cultur., commun. γυαλίζω; λουστράρω
environ. υαλόπαγος/εφυάλωση/στιλπνότητα/διαφανές χρώμα
industr. τελική στίλβωση
industr., construct., met. λείανση
med. τελική επεξεργασία; φινίρισμα
met. λειαίνω με σμύριδα; λειαίνω
tech. στίλβωση
textile στίλβωση νήματος
polijsten
: 60 phrases in 12 subjects
Chemistry17
Communications5
Earth sciences2
Environment2
Finances1
General2
Industry15
Mechanic engineering4
Medical4
Metallurgy1
Technology2
Transport5