DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Polen n
econ. Πολωνία f
polen v
met. ανάδευση με ξύλινο κοντάρι
stat., fin., el. πόλοι
pool v
commun. πόλος; πόλος συνδέσμου
el. ακροδέκτης συσσωρευτή
industr., construct. πέλος
law ένωση βιομηχάνων; καρτέλ ποσόστωσης της παραγωγής; κοινοπρακτικές ρυθμίσεις; κοινοπραξία; ρυθμίσεις για δημιουργία κοινού ταμείου; συνασπισμός; συντεχνία; τραστ επιχειρηματιών; όμιλος; σύμπραξη
mech.eng. σημείο κυλίσεως
mech.eng., el. πυρήνας πόλου
textile βελούδο
transp. κεντρική ζώνη; κεντρικός πυρήνας; κεντροειδές; κοινοπραξία επιβατών
poolen v
gen. συγκέντρωση των πόρων; συνένωση των πόρων
Polen v
geogr. Δημοκρατία της Πολωνίας
polen
: 64 phrases in 16 subjects
Communications1
Earth sciences1
Economics5
Electronics8
Finances13
General2
Geography1
Industry1
Law2
Mechanic engineering4
Medical4
Microsoft1
Natural sciences1
Politics1
Technology7
Transport12