DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
plooi f
commun. πτυχή ή λακούβα τυπογραφικού χάρτη που πιεζόμενο ασχημίζει την τύπωση ή αφήνει λεύκωμα; ελάττωμα εντύπου από δίπλωμα του χαρτιού στο πιεστήριο
industr., construct., chem. Kατσάρωμα
industr., construct., met. αναδίπλωση επιφάνειας γυαλιού
med. διπλασιασμός
transp. πτυχή
plooi
: 9 phrases in 2 subjects
Industry1
Medical8