DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
plamuur m
chem. επίχρισμα; στάρωμα; βασική στρώση χρώματος
chem., construct. στόκος υποστρώματος
chem., met. βασική βελατούρα; στόκος προετοιμασίας; εξισωτικός στόκος
plamuren m
chem. στοκάρισμα
chem., met. σφράγισμα με μαστίχη
plamuur
: 3 phrases in 1 subject
Metallurgy3