DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
piëzometrisch niveau
earth.sc., construct. γραμμή διηθήσεως; γραμμή κορεσμού
life.sc. πιεζομετρική γραμμή
life.sc., construct. πιεζομετρική στάθμη εντός φρέατος
transp. πιεζομετρικό ύψος