DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
perspassing f
gen. συναρμολογούμενο με δύναμη; προσαρμογή; παρεμβολή προσαρμογής
mater.sc., mech.eng. εφαρμογή σφικτή
mech.eng., construct. εφαρμογή με πίεση
tech. συναρμογή με σύσφιξη
transp., mech.eng. πρεσαριστή συναρμογή; συναρμογή στην πρέσα
perspassing
: 1 phrase in 1 subject
Mechanic engineering1