DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
pendelen v
environ. καθημερινή μετακίνηση προς κι από τον τόπο εργασίας
mech.eng., el. ταλάντωση ταχύτητας
pendelen
: 4 phrases in 3 subjects
Earth sciences2
Electronics1
Environment1