DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
peillood n
earth.sc. σχοινί βυθομέτρησης; βολίδασκαντάλιο
earth.sc., tech. βολιδόσχοινον
nat.sc. σκαντάλιο; βαρίδι βυθομετρίας; σκαντάγιο
tech., construct. βολιδόσχοινο βυθομετρήσεως; σκαντάγιο βυθομετρήσεως