DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
passtuk n
gen. στέλεχος επιμήκυνσης
earth.sc., mech.eng. έλικτρο; σύνδεσμος με φλάντζες
life.sc., construct. σύνδεσμος προσαρμογής
met. εφαρμοστό κομμάτι
mun.plan., industr., construct. πήχη
passtukken n
earth.sc., mech.eng. σύνδεσμοι; συνδέσεις
passtuk
: 1 phrase in 1 subject
Transport1