DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
participatiegraad m
gen. ποσοστό απασχολουμένων; ποσοστό συμμετοχής
econ. ποσοστό απασχόλησης
lab.law. ποσοστό συμμετοχής στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό
participatiegraad
: 2 phrases in 2 subjects
Economy1
General1