DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
oxiderend. adj.
chem. Μπορεί να προκαλέσει ή να αναζωπυρώσει πυρκαγιά· οξειδωτικό.; Μπορεί να αναζωπυρώσει την πυρκαγιά· οξειδωτικό.
oxiderend
: 2 phrases in 2 subjects
Chemistry1
Metallurgy1