oxiderend. | |
chem. | Μπορεί να προκαλέσει ή να αναζωπυρώσει πυρκαγιά· οξειδωτικό.; Μπορεί να αναζωπυρώσει την πυρκαγιά· οξειδωτικό. |
brand | |
chem. | καύση |
econ. | πυρκαγιά |
environ. | πυρά; φωτιά |
nat.sc. agric. | άνθρακας του κρεμμυδιού; άνθρακες |
branden | |
chem. | ψήσιμο |
comp., MS | εγγραφή |
| |||
Μπορεί να προκαλέσει ή να αναζωπυρώσει πυρκαγιά· οξειδωτικό.; Μπορεί να αναζωπυρώσει την πυρκαγιά· οξειδωτικό. |
oxiderend : 2 phrases in 2 subjects |
Chemistry | 1 |
Metallurgy | 1 |