| |||
εκχείλιση | |||
υπερχείλισις | |||
πλημμύρα | |||
πλημύρα; κατακλυσμός; πλημυρίδα; κατάκλυση; επίπλευση; πλημύριση; υπερχείλιση; διαρροή/εκροή/απόρριψη/απόχυση |
overstroming : 14 phrases in 6 subjects |
Agriculture | 1 |
Communications | 1 |
Construction | 1 |
Earth sciences | 1 |
Environment | 6 |
Life sciences | 4 |