DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
overstroming f
gen. εκχείλιση
earth.sc., construct. υπερχείλισις
econ. πλημμύρα
environ. πλημύρα; κατακλυσμός; πλημυρίδα; κατάκλυση; επίπλευση; πλημύριση; υπερχείλιση; διαρροή/εκροή/απόρριψη/απόχυση
overstroming
: 14 phrases in 6 subjects
Agriculture1
Communications1
Construction1
Earth sciences1
Environment6
Life sciences4