DictionaryForumContacts

   Dutch Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
overeenkomst f
gen. Σύμβαση
comp., MS κατάλληλος
environ. σύμβαση; συμβόλαιο; συμφωνητικό; συνέδριο; σύμβαση/συνέδριο
law συμφωνία; συναίνεση; συμβόλαιον; ρητή δέσμευση
law, construct. σύμβασις
overeenkomst administratieve f
environ. συμφωνία διοικητικής φύσεως
overeenkomst EU f
econ. συμφωνία (ΕE)
overeenkomst wettige/wettelijke f
environ. συμφωνία
overeenkomst contract f
environ. σύμβαση
overeenkomst inzake technische
: 8 phrases in 5 subjects
Economy1
Finances3
General2
International trade1
Natural sciences1