overeenkomst | |
comp., MS | κατάλληλος |
econ. | συμφωνία |
environ. | σύμβαση; συμβόλαιο; συμφωνητικό; συνέδριο; συμφωνία |
law | συμφωνία; συναίνεση; συμβόλαιον |
| |||
Σύμβαση | |||
κατάλληλος | |||
σύμβαση; συμβόλαιο; συμφωνητικό; συνέδριο; σύμβαση/συνέδριο | |||
συμφωνία; συναίνεση; συμβόλαιον; ρητή δέσμευση | |||
σύμβασις | |||
| |||
συμφωνία διοικητικής φύσεως | |||
| |||
συμφωνία (ΕE) | |||
| |||
συμφωνία | |||
| |||
σύμβαση |
overeenkomst inzake technische : 8 phrases in 5 subjects |
Economy | 1 |
Finances | 3 |
General | 2 |
International trade | 1 |
Natural sciences | 1 |