DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
over v
commun., transp., avia. ακούει
overzetten v
commun. αποβαφή; μουτζούρωμα; ξαναστοιχειοθετώ
commun., industr. κηλίδωση; μελάνωση
overleg v
environ. διαβούλευση; γνωμοδότηση; διάλογος; ιατρική επίσκεψη; διαβούλευση/διάλογος/ιατρική επίσκεψη/γνωμοδότηση
social.sc., unions. διαβούλευση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων' κοινωνικός διάλογος' κοινωνική διαβούλευση; κοινωνική συμφωνία
overzetten v
transp. μεταφέρω πρόσωπα από τη μία όχθη στην άλλη
overwinteren v
health. διαχείμαση
overhalen v
industr., construct. κάνω δοκιμές μονταρίσματος; κάνω δοκιμαστικό μοντάρισμα; προβάρω
overwinteren v
nat.sc. διαπαύω; πέφτω σε λήθαργο
nat.sc., agric. ξεχειμώνιασμα; διατηρώ κατά το χειμώνα; διαχειμάζω
overhalen v
transp. ρίχνω άγκυρα; παίρνω κλίση; μπατάρω
overgaan v
agric., tech. μετακίνηση φορτίου; μετατόπιση φορτίου
overslaan v
commun. αγνόηση; πήδημα
overgaan v
comp., MS κουδούνισμα
overslaan v
comp., MS παραλείπω
overgaan v
el. μεταπίπτω
overslaan v
industr., construct., met. διαποικίλλω
transp., industr., construct. μεταφόρτωση
overdragen v
commun. μεταπίπτω
overbrengen v
commun. παλιννόστηση
overtrekken v
energ.ind. αποδέσμευση
overdragen v
IT μεταφορά κρατουμένου; μεταφέρω κρατούμενο; μεταφέρω κρατούμενο ψηφίο
overbrengen v
IT, tech. μετακινώ; μεταφέρω
life.sc., agric. μεταφύτευση
overstappen v
transp. ανταπόκριση συγκοινωνίας; αλλαγή μεταφορικού μέσου; αλλάζω αμαξοστοιχία; αλλάζω τρένο
overtrekken v
transp. θέτω σε απώλεια στήριξης
transp., avia. απώλεια στήριξης; Απώλεια στήριξης
oversteken v
agric. μετάγγιση; απολάσπωση
agric., food.ind. μετάγγιση προς διαχωρισμό του κρασιού από την υποστάθμη; απολάσπωση
overschrijven v
comp., MS αντικαθιστώ
IT επεγγράφω
overschrijden v
fin. κάνω υπερανάληψη
overplaatsen art. 7,1,2 v
gov. μεταθέτω
overnemen v
industr., construct. μεταφορά
overlopenvan sproeier v
industr., construct., chem. Πλημμύρισμα; ξεχείλισμα
overdraaien v
IT, dat.proc. επανεκτελώ
overschrijden v
IT, el. υπέρβαση
overnemen v
IT, mech.eng. παράκαμψη
overvoeren v
mech.eng. υπερπλήρωση; υπερτροφοδοσία
overschakelen v
transp., mech.eng. αλλάζω ταχύτητα
overleggen document v
gen. προσκομίζω έγγραφο
overplaatsen v
gen. μεταθέτω
overdrukken v
comp., MS εκτύπωση επάνω από άλλα χρώματα
overzenden v
comp., MS μεταβιβάζω
laten overwinteren v
environ. διαχείμαση
overgekocht v
fin. υπερβάλλουσα αγορά μετοχών
overgeslagen v
industr., construct. ελαττωματική πλάνιση
overplanten v
life.sc., agric. μεταφύτευση
overblijven v
nat.sc., agric. διηνεκές
overlopen v
transp. αλλάζω γραμμή
over
: 1423 phrases in 69 subjects
Accounting6
Agriculture36
Animal husbandry1
Art1
Astronautics9
Banking1
Business3
Chemistry15
Coal3
Commerce15
Communications96
Construction22
Corporate governance1
Criminal law2
Cultural studies2
Data processing1
Earth sciences13
Ecology1
Economy53
Education10
Electronics36
Energy industry11
Environment71
Finances122
Fish farming pisciculture16
Food industry4
General164
Government, administration and public services4
Health care20
Hobbies and pastimes3
Human rights activism15
Immigration and citizenship12
Industry14
Information technology44
Insurance6
International law2
International trade6
Labor law11
Law141
Life sciences22
Marketing15
Materials science4
Mathematics2
Mechanic engineering6
Medical20
Metallurgy12
Microsoft11
Municipal planning2
Natural resourses and wildlife conservation1
Natural sciences5
Nuclear and fusion power1
Nuclear physics1
Obsolete / dated7
Patents5
Pharmacy and pharmacology3
Politics24
Procedural law10
Religion2
Scientific3
Social science42
Sociology1
Statistics16
Taxes18
Technology7
Textile industry2
Trade unions1
Transport170
United Nations14
Work flow3