DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
opwerken van splijtstof
nucl.phys. επανεπεξεργασία πυρηνικού καυσίμου; επεξεργασία ακτινοβοληθέντος πυρηνικού καυσίμου; κατεργασία καυσίμου