Opties | |
comp., MS | Επιλογές |
optie | |
fin. | χρηματοοικονομικά δικαιώματα; διαπραγματεύσιμη οψιόν; δικαίωμα αγοράς με βάση δείκτη μετοχών; δικαίωμα προαίρεσης; οψιόν |
law | δικαίωμα σε προνόμιο |
optie- | |
fin. | οψιόν |
opties | |
econ. | συμφωνίες μελλοντικής εκλογής |
opbrengen | |
chem. met. | επαλείφω |
optie op : 17 phrases in 1 subject |
Finances | 17 |