DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
oprolinrichting f
industr., construct., chem. διάταξη συλλογής
mech.eng. ελατηριωτή διάταξη εκτυλίξεως; ελατηριωτή συσκευή ισορρόπησης; ελεύθερη τροχαλία; τρελή τροχαλία; τροχαλία έντασης