opheffing | |
earth.sc. | ανÙψωση |
environ. | ανύψωση; ύψωμα; ανύψωση/ύψωμα |
fin. | ψηφοφορία δι' ανατάσεως χειρός |
| |||
ανÙψωση | |||
ψηφοφορία δι' ανατάσεως χειρός | |||
διαγραφή των στελεχών; παύση των στελεχών | |||
| |||
ανύψωση; ύψωμα γεωλογικός όρος; ανύψωση/ύψωμα γεωλογικός όρος |
opheffing van : 62 phrases in 17 subjects |