DictionaryForumContacts

   Dutch Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
opheffing f
earth.sc. ανÙψωση
fin. ψηφοφορία δι' ανατάσεως χειρός
transp. διαγραφή των στελεχών; παύση των στελεχών
opheffing geologisch f
environ. ανύψωση; ύψωμα γεωλογικός όρος; ανύψωση/ύψωμα γεωλογικός όρος
opheffing van
: 62 phrases in 17 subjects
Commerce1
Communications1
Construction1
Earth sciences1
Economy2
Environment12
Finances7
General5
Health care1
Information technology6
Insurance1
Law4
Medical1
Metallurgy1
Politics7
Procedural law3
Transport8