DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
ontvolking f
gen. απερήμωση; απομάκρυνση
econ. πληθυσμιακή συρρίκνωση
stat. αποπληθυσμός; μείωση πληθυσμού
ontvolking
: 2 phrases in 2 subjects
Agriculture1
Politics1