DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
ontsteken adj.
coal. ανάφλεξη; πυροδότηση θρυαλλίδος; πυροδότηση
coal., chem. πυροδοτώ
earth.sc., el. να αναφλεχθεί
el. έναυση
ontsteker adj.
chem. έναυσμα
coal. σεισμογραφικό ηλεκτρικό καψύλλιο; κεφαλή εναύσεως
earth.sc., el. ηλεκτρικός επικρουστήρας
transp., mil., grnd.forc. εκκινητής
ontsteken
: 30 phrases in 9 subjects
Chemistry2
Coal16
Communications1
Electronics3
Industry1
Information technology1
Life sciences1
Mechanic engineering1
Transport4