DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
ontstalen v
commun. αποχαλυβώ; βγάζω το ατσάλι από; φθείρω την χαλύβωση του σιδήρου
ontstelen v
agric. κορυφολογώ; κορφολογώ; κορφολόγημα