DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
ontkalken v
agric. καθαρισμός μεταχεισμένων ξύλινων δοχείων
industr., construct. αφαίρεση της ασβέστου
mech.eng. απολέπιση
ontkalker adj.
mech.eng. ηλεκτρομαγνητική συσκευή καθαρισμού νερού; αντιασβεστολιθική συσκευή καθαρισμού νερού
ontkalken
: 2 phrases in 2 subjects
Environment1
Natural sciences1