DictionaryForumContacts

   Dutch Greek
Google | Forvo | +
onderzoek
 onderzoek
gen. ανασκόπιση
econ. stat. συνέντευξη
environ. έρευνα
mater.sc. εξέταση; επιθεώρηση
math. δείγμα έρευνας
med. δοκιμασία; επιτήρησις; παρακολούθησις
stat. δειγματοληπτική έρευνα
Duitse | wetgeving
 wetgeving
econ. νομοθεσία
| stelt
 stel
el. κάλυκας
| de
 demonteren
mater.sc. construct. αποσυναρμολογώ
| registratie
 registratie
environ. καταγραφή
van een | octrooi
 octrooi
econ. δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
afhankelijk van | de
 demonteren
mater.sc. construct. αποσυναρμολογώ
resultaten van een | onderzoek
 onderzoek
math. δείγμα έρευνας
- only individual words found

noun | verb | to phrases
onderzoek n
math. δείγμα έρευνας
med. δοκιμασία; επιτήρησις
stat. δειγματοληπτική έρευνα
onderzoek v
gen. ανασκόπιση
busin., labor.org., account. επαλήθευση
econ., stat. συνέντευξη
environ. έρευνα
insur. αναθεώρηση
mater.sc. εξέταση; επιθεώρηση
med. παρακολούθησις
tech., mater.sc. δοκιμή
transp. αναγνωριστική μελέτη
onderzoek Duitse wetgeving stelt de registratie van een octrooi afhankelijk van de
: 1 phrase in 1 subject
Law1