DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
onderplaat f
chem. εξωτερική πτύχωση
industr., construct. σταθερό χείλος
mech.eng. υποκιλλίβαντας; υπόβαθρο
met., mech.eng. πλάκα έδρασης μήτρας διάτμησης