DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
onderbrekingstijd m
commun. διάρκεια διακοπών
el. χρόνος διακοπής; χρόνος λειτουργίας; διάρκεια μεταξύ διακοπής-αποκαταστάσεως
onderbrekingstijd
: 1 phrase in 1 subject
Communications1