DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
omscholing f
econ. μετατροπή της φύσης της απασχόλησης
ed. επαναπροσανατολισμός m; επανεκπαίδευση; εκπαίδευση μετατροπής
ed., lab.law. επαγγελματικός αναπροσανατολισμός; επαγγελματική επιμόρφωση
law, lab.law. μεταβολή επαγγελματικής ειδίκευσης
social.sc., ed. επιμόρφωση; μετεκπαίδευση;; μετειδίκευση
omscholing
: 2 phrases in 2 subjects
Labor law1
Law1